- πολυτλήμων
- πολυτλήμωνmuch-enduringmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυτλήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) α) αυτός που υπομένει πολλά βάσανα β) (κατ επέκτ.) ο καρτερικός 2. (για τους θνητούς) αυτός που υφίσταται πολλά δεινά, βάσανα, ο δυστυχής («ἰὼ βροτοί... πολυτλήμονες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πολυτλήμονα — πολυτλήμων much enduring masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτλήμονες — πολυτλήμων much enduring masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτλήμονος — πολυτλήμων much enduring masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)